λαθροθήρας

λαθροθήρας
ο
λαθροκυνηγός, αυτός που κυνηγά σε απαγορευμένη περίοδο ή περιοχή ή χωρίς άδεια ή θηράματα που το κυνήγι τους είναι απαγορευμένο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαθρ(ο)-* + -θήρας (< θήρα), πρβλ. προικο-θήρας. Η λ. είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου (πρβλ. γαλλ. braconnier) και μαρτυρείται από το 1856 στο Λεξικόν γαλλοελληνικόν και ελληνογαλλικόν τού Σκαρλάτου Δ. Βυζάντιου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • λαθροθήρας — ο αυτός που κυνηγάει χωρίς άδεια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λαθροθηρώ — [λαθροθήρας] κυνηγώ λαθραία, σε απαγορευμένη περιοχή ή χωρίς άδεια ή σε εποχή που δεν επιτρέπεται το κυνήγι ή κυνηγώ θηράματα που το κυνήγι τους είναι απαγορευμένο …   Dictionary of Greek

  • θήρα — I Νησί των Κυκλάδων. Βλ. λ. Σαντορίνη. Άποψη του γραφικού οικισμού Θήρα, με την πανοραμική θέα, στο ομώνυμο νησί των Κυκλάδων. II Κωμόπολη (υψόμ. 260 μ., 2.113 κάτ.) και πρωτεύουσα της Σαντορίνης. Είναι χτισμένη στα δυτικά παράλια του νησιού,… …   Dictionary of Greek

  • λαθρ(ο)- — (AM λαθρ[ο] ) πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής ελληνικής που ανάγεται είτε στο επίρρ. λάθρα (πρβλ. λαθροβόλος, λαθρόνυμφος) είτε στο επίθ. λαθραῑος (πρβλ. λαθροθεατής) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται… …   Dictionary of Greek

  • Ρουμανία — Κράτος της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Β με την Ουκρανία, στα Δ με την Ουγγαρία και τη Σερβία, στα Ν με τη Βουλγαρία, ενώ στα Α βρέχεται από τη Μαύρη Θάλασσα.H Pουμανία ανήκει στην παραδουνάβια Eυρώπη κι εισχωρεί σαν σφήνα στο σλαβικό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”