- λαθροθήρας
- ολαθροκυνηγός, αυτός που κυνηγά σε απαγορευμένη περίοδο ή περιοχή ή χωρίς άδεια ή θηράματα που το κυνήγι τους είναι απαγορευμένο.[ΕΤΥΜΟΛ. < λαθρ(ο)-* + -θήρας (< θήρα), πρβλ. προικο-θήρας. Η λ. είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου (πρβλ. γαλλ. braconnier) και μαρτυρείται από το 1856 στο Λεξικόν γαλλοελληνικόν και ελληνογαλλικόν τού Σκαρλάτου Δ. Βυζάντιου].
Dictionary of Greek. 2013.